Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὸ σηπτὸν περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν

См. также в других словарях:

  • σήψη — η / σῆψις, ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α [σήπομαι] αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα νεοελλ. 1. (βοτ. ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται… …   Dictionary of Greek

  • σηπτός — ή, όν, Α [σήπομαι] 1. (για τροφή) αυτός που αλλοιώνεται με τη σήψη, αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν περίττωμα τοῡ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.) 2. σηπτικός («σηπτὸν φάρμακον» σηπτικόν φάρμακον) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»